στουμπιστός

στουμπιστός
και στουμπιχτός, -ή, -ό, Ν [στουμπίζω]
χτυπημένος με στούμπο, κοπανιστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στουμπιστός — ή, ό στουμπισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”